Παρνασσία

Παρνασσία
Παρνασσίᾱ , Παρνάσσιος
fem nom/voc/acc dual
Παρνασσίᾱ , Παρνάσσιος
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Παρνασσίᾳ — Παρνασσίᾱͅ , Παρνάσσιος fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρνασσία — (parnassia). Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των σαξιφραγιδών, με περίπου 25 είδη, που φυτρώνουν στις υγρές εύκρατες και ψυχρές περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της Αμερικής. Είναι πόες μονοετείς ή πολυετείς με φύλλα απλά, παράρριζα και… …   Dictionary of Greek

  • Παρνασσίαν — Παρνασσίᾱν , Παρνάσσιος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλλάς — άδος, ἡ, Α 1. το φύλλωμα, η φυλλωσιά («ῥίζης γὰρ οὔσης φυλλὰς ἵκετ ἐς δόμους», Αισχύλ.) 2. κλαδί με φύλλα («δεσμὸν δ ἄδεσμον τόνδ ἔχουσα», Ευρ.) 3. σωρός, στρώμα από φύλλα («στιπτή τε φυλλὰς ὡς ἐναυλίζοντί τῳ», Σοφ.) 4. έδεσμα από χλωρά λαχανικά …   Dictionary of Greek

  • γενίστα — Θάμνος, της οικογένειας των ψυχανθών, κρεμοκλαδής, άφυλλος (τα μικρά φύλλα του εμφανίζονται μόνο την άνοιξη), ύψους 2 3 μ. Είναι γνωστός και ως εχίνοπας. Τα λεπτά κλαδιά του γεμίζουν κατά τον χειμώνα με πολλά λευκά αρωματικά άνθη. Ο καρπός του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”